μακαρονισμός

μακαρονισμός
ο
1. η ανάμιξη στη γλώσσα στοιχείων δημοτικής και καθαρεύουσας
2. η χρήση στον λόγο εξεζητημένων και αδόκιμων αρχαϊσμών
3. είδος ελαφράς ποίησης στην οποία χρησιμοποιούνταν ανάμικτα ιταλικές και λατινικές λέξεις
4. είδος ελαφράς ποίησης στην οποία ο ποιητής χρησιμοποιούσε λέξεις τής γλώσσας του σε λατινικούς μορφικούς τύπους και αργότερα σε ξενικές φόρμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρόνι + κατάλ. -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή. Βλ. και μακαρονικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μακαρονισμός — ο η χρήση ασυνήθιστων και αδόκιμων λέξεων στη γλώσσα: Χαρακτηριστικό του ήταν ο υπέρμετρος μακαρονισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”